- παραμαγνητικός
- η , ό[ν] физ. парамагнитный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμαγνητικός — ή, ό (ορυκτ. φυσ.) αυτός που παρουσιάζει την ιδιότητα τού παραμαγνητισμού (α. «παραμαγνητικό ορυκτό» β. «παραμαγνητικό υλικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paramagnetique (< παρ[α] * + μαγνητικός)] … Dictionary of Greek